ξυληρός

ξυληρός
ξῠλ-ηρός, ά, όν,
A appertaining to timber,

σταθμοί SIG975.2

(Delos, iii B. C.).
II ξυληρά, , timber-market, PTeb.316.95 (i A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξυληρός — ξυληρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλεία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυληρά τόπος αγοράς ξυλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. ηρός (πρβλ. αιχμ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”